Έζησε στην μαρτυρική  Κρακοβία το μεγαλύτερο της ζωής της και δημιούργησε όπως έχει γραφτεί «μια Μεγάλη ποίηση για τους ανυπεράσπιστους θνητούς» (Tίνα Μανδηλαρά, lifo).
 
Η Μάρια Βισουάβα Άννα Σιμπόρσκα που γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1923, (αν και ασχολήθηκε και με το μυθιστόρημα και με το δοκίμιο), υπήρξε μία από τις πιο αξιοσημείωτες ποιητικές φωνές του 20ου αιώνα και τιμήθηκε με το αντίστοιχο Νόμπελ στα τέλη του (1996).

Ads

Σύμφωνα με το σκεπτικό του βραβεύτηκε για μία ποίηση «που με ειρωνική ακρίβεια επιτρέπει στο ιστορικό και βιολογικό πλαίσιο να έρθουν στο φως σε κομμάτια της ανθρώπινης πραγματικότητας».

Αλλά για να πετύχει επιλέγει τις λιγότερο φωτισμένες πλευρές της, ξεπερνώντας τον σοβιετικό ρεαλισμό όσο και τις μεγάλες αφηγήσεις της Δύσης.  Ρίχνει το βλέμμα σε πλευρές, και πλάσματα πολύ πέρα από τον/την άνθρωπο, που συνήθως μένουν έξω από τα πρωτοσέλιδα των κυρίαρχων οπτικών και ρητορικών.

Ένας αυτόχειρας, μια γάτα μόνη στο άδειο διαμέρισμα του νεκρού της «ιδιοκτήτη», δυο μαϊμούδες που συνδιαλέγονται με την ανθρώπινη ιστορία και την τέχνη, ένα παρατημένο φυτό, ένας αόρατος άνθρωπος μόνος να συνομιλεί με τα ροζιασμένου του παλάμες.

Ads

«Το παράδοξο, η αντίφαση και η υποτίμηση φωτίζουν φιλοσοφικά θέματα και εμμονές».

Μιλούν για τον πόλεμο ακόμη και στην «ειρήνη» ενός δωματίου και το αντίστροφο, ενώ ο τρόμος μπορεί να εισχωρεί από κάθε ρωγμή.

Ολιγογράφος, μας κληροδότησε λιγότερο από 350 ποιήματα, αλλά με ευρεία (ιδίως αλλά όχι μόνο στην πατρίδα της) αποδοχή στη λαϊκή κουλτούρα αφού ποιήματα της μελοποιήθηκαν, έγιναν ντοκιμαντέρ, κεντρικές ιδέες ταινιών και τζαζ, ακόμη και ροκ, συνθέσεις, έσπασε την αδιαφορία για την ποίηση από το σύγχρονο κοινό φτάνοντας σε πωλήσεις σημαντικούς πεζογράφους, ενώ έχει μεταφραστεί σε δεκάδες γλώσσες

Το 2013, καθιερώθηκε στη Πολωνία το Ποιητικό Βραβείο Βισουάβα Σιμπόρσκα προς τιμήν της  «Η ώρα των σταγόνων από σβησμένα άστρα.
Η ώρα του «τι κι αν μετά από μας δεν υπάρχει τίποτα».

Το «Rouge», η Κόκκινη ταινία, από την τριλογία του Κριστόφ Κιζλόφσκι εμπνεύστηκε από την βαθιά υπαρξιακή δίχως όμως ν’ αποφεύγει τα απτά ερωτήματα και τις καθημερινές αγωνίες, ίσα ίσα χρησιμοποιώντας τα ως φιλοσοφικές διαθλάσεις, ποίησή της.

Μεταπολεμικά προσπάθησε ν’ αντιδράσει στην βαρβαρότητα του φασισμού που είχε σημαδέψει τη νιότη της, αλλά γρήγορα αφοσιώθηκε σε μια ποίηση μονήρη και σε μια ζωή απομονωμένη, μακριά από κομματικούς στρατούς και λογοτεχνικά σαλόνια.

Ξαναδιεκδίκησε λέξεις που η πολυχρησία  των μεγάλων ιδεολογικών αφηγήσεων είχε διαβρώσει και έσπασε με έναν σουρεαλισμό γεμάτο επίγνωση της «ρεαλιστικής πραγματικότητας», ποικίλους κώδικες (και της σοβαροφάνειας ανάμεσα στ’ άλλα χρησιμοποιώντας τον Μπάστερ Κήτον ως ποιητικό σύμβολο)  για ν’ αναδείξει την αόρατη ζωή των ανυπεράσπιστων πλασμάτων και των (εν τη ουσία τους) ποιητών.

Μίλησε, όπως κάνει η αληθινή λογοτεχνία, για θέματα συμπαντικά σε μια εποχή επερχόμενης ιδιώτευσης, τείνοντας το χέρι στους ανθρώπους που δεν ήξεραν πως ν’ αντιδράσουν και σα πλάσματα που δεν ήξεραν πώς να σταθούν.

Κι απογύμνωσε την ζωή ξανακάνοντας την Ζωή ατόφια, δίχως στολίδια: Η ώρα της νύχτας μέσα στη μέρα….

Η ώρα που μας απαρνιέται η γη» θα γράψει στις 4 το πρωί (μτφρσ Βασίλης Καραβίτης)

«Η ζωή εδώ και τώρα./ Παράσταση δίχως πρόβα./ Σώμα δίχως δοκιμή./ Κεφάλι δίχως περίσκεψη / Δεν ξέρω τον ρόλο που παίζω./ Ξέρω μόνο ότι είναι δικός μου, δεν ανταλλάσσεται».

Αυτό το δίχως φτιασίδια το ακολούθησε ως στάση ζωής ειρωνευόμενη κάθε βράβευση και κάθε ποιητική ιεραρχία στην επιτύμβια στήλη που διάλεξε αναφερόμενη ως παλιομοδίτισσα καμώτρια λίγων στροφών

Αποκαλύπτοντας τη φιλοσοφική διάσταση των καθημερινών ερωτημάτων ανθρώπων που επανέρχονται σε νέες εκδοχές και κάτω από άλλα ονόματα, αποδεχόμενη, μ’ άλλα λόγια, πως η ζωή δικαιώνεται εντός του θανάτου και τ’ αντίθετο, διαλεγόμενη στις παρυφές των «πολιτισμένων» λέξεων με τα συντρίμμια του Άουσβιτς στην πόλη που μεγάλωσε, αναποδογύρισε κάθε κλισέ παρηγοριάς, συγχώρεσης ή ελπίδας, βρίσκοντάς τες στη γενναία αποχή της έλλειψής τους, ώστε να προσπαθήσουμε αποξαρχής:

«Είμαι εγώ η Κασσάνδρα./ Κι αυτή είναι η πόλη μου κάτω από τις στάχτες /Δεν γνωρίζω τα παιχνίδια της καρδιάς / Δεν γνωρίζω τη γύμνια του πατέρα των παιδιών μου./ Δεν φαντάζομαι το Άσμα Ασμάτων / να κρύβει ένα ασαφές, γεμάτο μουντζούρες χειρόγραφο,/ Αυτά που θέλω να πω περιέρχονται σε έτοιμες προτάσεις./ Δεν χρησιμοποιώ την απελπισία γιατί δεν μου ανήκει / μου την έχουν εμπιστευτεί μόνο να τη φυλάω./ Ακόμη κι αν μου κόψεις το δρόμο,/ ακόμη κι αν με κοιτάξεις στα μάτια,/ θα σε προσπεράσω στο χείλος της πιο στενής κι απ’ την τρίχα / αβύσσου».