Οι προγραμματικές δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη μας επεφύλασσαν μια έκπληξη: την αναγγελία της θεσμοθέτησης «μη κρατικών» (βλέπε ιδιωτικών) Πανεπιστημίων, πριν ακόμα καταργηθεί το άρθρο 16 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου»· ότι «τα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους»· και ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί».

Ads

Η νομική κερκόπορτα που φαίνεται ότι βρέθηκε εντοπίζεται στο άρθρο 28 του συνταγματικού χάρτη, που αναφέρει ότι «οι γενικά παραδεγμένοι κανόνες του διεθνούς δικαίου, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις … αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου». Τα μη κρατικά Πανεπιστήμια θα ιδρυθούν λοιπόν μέσω διακρατικών συμφωνιών και συνεννόησης με εκπαιδευτικούς φορείς του εξωτερικού, υποβοηθούσης βεβαίως της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ), που αποτελεί ουσιαστικά βραχίονα του υπουργείου Παιδείας από εποχής Κεραμέως. Πρόκειται για τον μεγαλύτερο νομικο-πολιτικό ακροβατισμό που έχουμε δει από την εποχή της μεταπολίτευσης. Αλλά πως φτάσαμε σ’ αυτό σημείο;

Η πρώτη απόπειρα παράκαμψης των δημοσίων Πανεπιστημίων γίνεται το 2006 από την κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή. Η αναθεώρηση του άρθρου 16 δεν ήταν το μόνο στην τότε ατζέντα της ΝΔ, που περιλάμβανε επίσης άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο, άρση της προστασίας δασικών εκτάσεων και μια σειρά άλλων «εκσυγχρονιστικών» μέτρων, που ευθυγράμμιζαν δήθεν το κανονιστικό πλαίσιο της Ελλάδας με εκείνο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η απόπειρα αυτή δεν καρποφόρησε. Παρότι αρχικά το ΠΑΣΟΚ κινήθηκε σε ανάλογο μήκος κύματος με τη ΝΔ, οι μαζικές διαμαρτυρίες και η εσωτερική αντιπολίτευση από τους πανεπιστημιακούς του ίδιου του κόμματος ανάγκασαν τον Γιώργο Παπανδρέου να αναθεωρήσει τη στάση του. Σ’ αυτό ακριβώς αναφέρθηκε ο σημερινός πρωθυπουργός, συνιστώντας προχθές στον Νίκο Ανδρουλάκη να μην κάνει «το ίδιο λάθος».

Ads

Το επόμενο, δειλό βήμα γίνεται με τον διαβόητο νόμο Διαμαντοπούλου (4009/2011), που θεσμοθετεί τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών. Ο νόμος προέβλεπε ότι «Προγράμματα σπουδών μπορεί να διδάσκονται, εν όλω ή εν μέρει, κατ’ εξαίρεση, σε ξένη γλώσσα, με απόφαση του πρύτανη, η οποία εκδίδεται ύστερα από πρόταση της κοσμητείας της οικείας σχολής και εγκρίνεται από τη Σύγκλητο του Ιδρύματος». Επί υπουργίας Λοβέρδου, το πλαίσιο διευρύνεται βάσει του νόμου 4316/2014, με τον οποίο τα ξενόγλωσσα προγράμματα αφορούν πλέον και τις προπτυχιακές σπουδές, ενώ διευκρινίζεται ότι σε αυτά φοιτούν με δίδακτρα αλλοδαποί φοιτητές που δεν έχουν ιθαγένεια κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ακολουθεί η πρώτη φάση ίδρυσης τέτοιων προγραμμάτων στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, ενώ από το 2015 και μετά ασκούνται τεράστιες πιέσεις από το ΕΚΠΑ για τη δημιουργία ξενόγλωσσων πανεπιστημιακών Τ μ η μ ά τ ω ν.  Το πρόσχημα είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός νέων από χώρες της Ασίας (οι λεγόμενοι Κινέζοι) ενδιαφέρονταν να σπουδάσουν Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Αρχαιολογία και συναφή αντικείμενα αξιοποιώντας πρωτότυπες πηγές και μαθαίνοντας «from the horse’s mouth».

Με έναν μάλλον ευφυή ελιγμό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εντάσσει τα ξενόγλωσσα και των τριών κύκλων στον «καθ’ ύλην αρμόδιο» φορέα, δηλαδή το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδας (ΔΙΠΑΕ), που διευρύνεται με την απορρόφηση Τμημάτων ΤΕΙ της Θεσσαλονίκης, της Κεντρικής Μακεδονίας και της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης (νόμος 4610/2019). Το ΔΙΠΑΕ ιδρύθηκε το 2005, άρχισε να λειτουργεί το 2008 και ήταν το πρώτο Πανεπιστήμιο με προγράμματα σπουδών στα Αγγλικά.

Η κυβέρνηση της ΝΔ που σχηματίζεται το 2019 εκμεταλλεύεται το ευνοϊκό κλίμα που υπάρχει στα ΑΕΙ (βλέπε παρακάτω) και μετατρέπει ένα κατά βάσιν κερδοσκοπικό σχέδιο σε μεγαλόπνοο πρόγραμμα «διεθνοποίησης» των Πανεπιστημίων (νόμος 4692/2020).

Καθοριστική για τη εμπέδωση του νέου θεσμού είναι η ίδρυση ξενόγλωσσου προγράμματος Ιατρικής στο ΑΠΘ το 2021, χάρη τις άοκνες προσπάθειες του τέως πρύτανη Νίκου Παπαϊωάννου (και βεβαίως επιφανούς στελέχους της ΝΔ). Το ξενόγλωσσο πρόγραμμα Ιατρικής του ΑΠΘ προβλέπει την καταβολή διδάκτρων συνολικού ύψους 72.000 ευρώ (για 6 χρόνια σπουδών), δημιουργώντας έτσι ένα μικρό ιδιωτικό Πανεπιστήμιο εντός του δημοσίου Πανεπιστημίου. Η μανιέρα αυτή ακολουθείται σε πολλά ΑΕΙ, που εντάσσουν πλέον τα ξενόγλωσσα με δίδακτρα στον στρατηγικό σχεδιασμό τους. 

Το γεγονός ενθουσιάζεει τη Νίκη Κεραμέως, η οποία περιχαρής δήλώνει τα εξής: «Το πρώτο βήμα, ήταν η απελευθέρωση του θεσμικού πλαισίου για την απλοποίηση της διαδικασίας ίδρυσης νέων ξενόγλωσσων προπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών…Παράλληλο βήμα, το διάπλατο άνοιγμα των θυρών μας  ώστε τα εξαιρετικά μας Πανεπιστήμια να μπορέσουν να συνεργαστούν με Πανεπιστήμια του εξωτερικού.

Ηδη, 7 από τα Πανεπιστήμιά μας έχουν επιλεγεί και συμμετέχουν στην Πρωτοβουλία για τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Ταυτόχρονα, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2019 βρίσκεται σε εξέλιξη πρόγραμμα συνεργασίας των ελληνικών Πανεπιστημίων με 29 κορυφαία Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και μέλη της Ivy League όπως το Harvard, το Princeton και το Columbia. Αντίστοιχο πρόγραμμα συνεργασίας δρομολογήσαμε και μεταξύ Ελληνικών Πανεπιστημίων αλλά και Πανεπιστημίων του Ηνωμένου Βασιλείου. Ηδη ενδιαφέρον για συμμετοχή έχει εκδηλώσει το σύνολο των Πανεπιστημίων της χώρας μας καθώς και 61 πανεπιστήμια του Ηνωμένου Βασιλείου μεταξύ των οποίων και δέκα μέλη του Russell Group, όπως το Imperial College London και το Durham University. Προχωράμε, επίσης, σε συνεργασίες με κινεζικά Πανεπιστήμια».

Η μικρή αυτή ανασκόπηση αποδεικνύει ότι αυτό που προτείνει τώρα η (νέα) κυβέρνηση Μητσοτάκη στηρίζεται απόλυτα σε ό,τι έχουν ήδη επιτύχει η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι σήμερα, δηλαδή τη σιωπηρή (αλλά πλήρως νομιμοποιημένη) καταστρατήγηση της δωρεάν παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών εκ μέρους των δημοσίων Ιδρυμάτων. Η συνέχιση και η εμβάθυνση αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής με το «κόλπο» των διακρατικών συμφωνιών αναμένεται να βρει υποστήριξη και από τα δύο κόμματα, με τελική κατάληξη την επίσημη κατάργηση του άρθρου 16.

Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί που οφείλεται όλος αυτός ο ζήλος για την ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων, που είτε ανήκουν σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου είτε σε ξένα εκπαιδευτικά «funds» θα έχουν τελικά την ίδια κατάληξη: να αφαιμάξουν έτι περαιτέρω τις ελληνικές οικογένειες, με την υπόσχεση μιας καλύτερης (και διεθνώς πιστοποιημένης) πανεπιστημιακής μόρφωσης. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι απλή, και δεν εδράζεται αποκλειστικά στη σφαίρα της «ιδεολογίας».

Αντίθετα με τους φανατικούς libertarians, που ο συμπλεγματικός αντι-κρατισμός τους θα οδηγούσε στην καθολική έλλειψη οποιασδήποτε κρατικής ρύθμισης λόγω μιας «ιδεολογικής εμμονής», οι πραγματιστές της Δεξιάς και του ακραίου Κέντρου έχουν στο μυαλό τους κάτι απείρως πιο πρακτικό και πιο προσαρμοσμένο στη λειτουργία του Συστήματος: την ελαχιστοποίηση της δημόσιας δαπάνης για την εκπαίδευση χωρίς πολιτικό κόστος.

Και ο πιο αδαής καταλαβαίνει ότι η υποχρηματοδότηση των δημόσιων ΑΕΙ δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον. Χρειάζεται λοιπόν μια «παράκαμψη», που θα κάνει πιο αποδεκτή τη σταδιακή σμίκρυνση του δημόσιου συστήματος, τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υποδομές. Από ό,τι φαίνεται, το master plan προβλέπει δύο διαδικασίες: αφ’ ενός τη βαθμιαία μείωση του προσωπικού (μέσω ενός αρνητικού ισοζυγίου νέων προσλήψεων και αποχωρήσεων λόγω ηλικίας) και αφ’ ετέρου τη μείωση του αριθμού των εισακτέων (μέσω της ανόδου στη βάση εισαγωγής). Με αυξανόμενη τη ζήτηση στην ανώτατη εκπαίδευση, χρειάζεται όμως και μια βαλβίδα ασφαλείας. Εδώ ακριβώς υπεισέρχεται η ιδέα ενός παράλληλου συστήματος ΑΕΙ, που ουσιαστικά θα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους τους πολίτες.

Αν υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο, το bonus για τους εμπνευστές του θα είναι ο απόλυτος εκμαυλισμός όσων υπηρετούν στα δημόσια ΑΕΙ, σε βαθμό που να επιδιώκουν μόνοι τους την παράλληλη απασχόληση ή ακόμα και τη μόνιμη μετακίνησή τους σε μη κρατικά Πανεπιστήμια. Αυτό θα διευκολύνει ακόμη περισσότερο την υλοποίηση της πολιτικής τους και ήδη συμβαίνει σε κάποιο βαθμό με το Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (ΕΑΠ), το μόνο ΑΕΙ που λειτουργεί σήμερα με καθαρά ιδιωτικοοικονομικούς κανόνες.

Η ζωή έχει αδήριτους, υλικούς όρους. Παρά τις περικοπές και τη μισθολογική τους καθήλωση, οι πανεπιστημιακοί εξακολουθούν να τα βγάζουν πέρα μέσω επιμισθίων και πρόσθετων αμοιβών που εισπράττουν από μεταπτυχιακά με δίδακτρα. Όλα αυτά είναι όμως «soft money», που δεν θα μπορούσε με τίποτα να συγκριθεί με τις απολαβές που θα είχαν αν προσέγγιζαν με κάποιο τρόπο μη κρατικούς φορείς. Το πείραμα αυτό έχει γίνει πολλές φορές στο εξωτερικό και έχει πάντοτε οδηγήσει στα ίδια αποτελέσματα: την «εθελούσια έξοδο» από το δημόσιο σύστημα, κάτι ανάλογο δηλαδή με εκείνο που παρατηρείται σε εμάς με τους γιατρούς του ΕΣΥ. 

Για πολλά χρόνια η Αριστερά θεώρησε ότι η ηγεμονία της στους πανεπιστημιακούς ήταν απόλυτη και απόλυτα εγγυημένη. Τώρα δεν έχει πλέον συμμάχους στα ΑΕΙ, αφού αυτή η στάση της οδήγησε στην πλήρη παραμέληση των βιοτικών αναγκών τους, την κοινωνική τους απαξίωση και την ανάπτυξη μιας καιροσκοπικής κουλτούρας στον ακαδημαϊκό χώρο. Αυτό ακριβώς εκμεταλλεύεται η κυβέρνηση Μητσοτάκη, υποσχόμενη έναν «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό», οργανικό μέρος του οποίου είναι τα μη κρατικά Πανεπιστήμια.

Ας έχουν όλα τα παραπάνω υπ’ όψιν όσοι πλειοδοτούν αναφερόμενοι στη «φιλική» φορολογική μεταχείριση ορισμένων κοινωνικών ομάδων και ιδιαίτερα των ελεύθερων επαγγελματιών. Το κοινωνικό κράτος έχει ένα κόστος, που δεν μπορεί να καλύπτεται εσαεί από τα συνήθη υποζύγια. Γιατί σε αυτή την περίπτωση δύο είναι τα ενδεχόμενα: ή το κοινωνικό κράτος θα μαραθεί ή τα «κορόιδα» θα γοητευθούν συν τω χρόνω από εκείνους που τα δυναστεύουν και θα προσπαθήσουν να τους μιμηθούν.

*Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι καθηγητής Βιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων